νίδιος

νίδιος
-α, -ο
φρ. «νίδια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «νίδιο»
γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στις Κάτω Χώρες, η οποία ακολουθεί την Βάαλ και προηγείται τής ντρένθιας παγετώδους εποχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”